- πολῶ
- πολέωgo aboutpres subj act 1st sg (attic epic doric)πολέωgo aboutpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολώ — έω, Α [πόλος] 1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω 2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι 3. συχνάζω 4. μένω, κατοικώ κάπου 5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῑν νέμειν, βόσκειν» … Dictionary of Greek
Πόλῳ — Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλῳ — πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλωι — Πόλῳ , Πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλωι — πόλῳ , πόλος piuot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξοπολώ — λοξοπολῶ, έω (Α) περιπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + πολῶ (< πόλος), πρβλ. ονειρο πολώ, περι πολώ] … Dictionary of Greek
μυσπολώ — μυσπολῶ, έω (Α) περιφέρομαι ή συμπεριφέρομαι σαν ποντίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + πολῶ (< πόλος < πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιερα πολώ, ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… … Dictionary of Greek
ερημοπολώ — ἐρημοπολῶ, έω (Μ) ζω ως ερημίτης ή παριστάνω τον ερημίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολώ (< πέλομαι), πρβλ. ονειρο πολώ] … Dictionary of Greek
ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] … Dictionary of Greek